βιβάρι(ον)

βιβάρι(ον)
τό
1) виварий; 2) рыбный садок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βιβάρι(ον)" в других словарях:

  • βιβάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. * * * το και γιβάρι και διβάρι (AM βιβάριον) φραγμένος θαλάσσιος χώρος, όπου εκτρέφονται ψάρια, ιχθυοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • βιβάρι — το (λ. λατ.), το ιχθυοτροφείο, θαλάσσιος περιορισμένος χώρος όπου εκτρέφονται ψάρια: Υπάρχουν αρκετά βιβάρια στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διβάρι — το (Μ διβάριν και βιβάρι[ον]) ιχθυοτροφείο («το διβάρι τής Πύλου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διβάρι(ν) ή βιβάρι(ον) < λατ. vivarium] …   Dictionary of Greek

  • λιβάρι — το βιβάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβάρι*, με ονομοιωτική τροπή τού πρώτου β σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • ιβάρι — το το βιβάρι* …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφείο — το (Α ἰχθυοτροφεῑον) [ιχθυοτρόφος] κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι …   Dictionary of Greek

  • χελοβίβαρο — καιχελογίβαρο, το, Ν ιχθυοτροφείο χελιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλι + βιβάρι / γιβάρι «ιχθυοτροφείο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»